ἀπόδεκτος

ἀπόδεκτος
ἀπόδεκτος, ον (s. ἀποδέχομαι) is accented thus almost exclusively in the NT tradition (but s. CGregory, Prolegomena to Tdf. NT8 1894, 100f), but ἀποδεκτός elsewhere (Plut., Mor. 1061a; Sext. Emp., Math. 11, 83; so also OGI 441, 100 ἀποδεκ[τὰ ὑπάρχει]ν δεῖν). Strictly speaking, ἀποδεκτός means acceptable, welcome and ἀπόδεκτος pleasing (W-S. §6, 4; Mlt-H. 58). The former is given Dg 8:3 (cp. Just., A I, 43, 2 οὔθʼ οὗτος ἀπόδεκτος οὐδὲ ἐκεῖνος μεμπτέος); the latter has been given preference in 1 Ti 2:3; 5:4, but the accentuation ἀποδεκτός for these pass. in the sense be approved, find approval deserves review, esp. when the administrative aspect of the next entry is considered in relation to the official-sounding tone of the Pauline pass.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποδεκτός — αποδεκτός, ή, ό και αποδεχτός, ή, ό παραδεκτός: Του είπε ότι η μεσολάβησή του στη διαφορά που είχε με τον Α ήταν αποδεκτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδεκτός — acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδεκτός — ή, ό (AM ἀποδεκτός, ή, όν κ. ός, όν) [αποδέχομαι] 1. ο παραδεκτός 2. ο ευπρόσδεκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεκτόν — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc sg ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτούς — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτά — ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτῶς — ἀποδεκτός acceptable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπόδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, ον) 1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτός μσν. καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... εὐαποδέκτως (Μ) με τρόπο ευαπόδεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεκτός (< απο δέχομαι), πρβλ. αν απόδεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεκτοτέρα — ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc/acc comp dual ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”